- ἵμασε
- ἵ̱μασε , ἱμάσσωflogaor ind act 3rd sgἱμάσσωflogaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιμάσσω — ἱμάσσω (Α) [ιμάς] 1. μαστιγώνω, χτυπώ με μαστίγιο τα άλογα («ἵμασσεν καλλίτριχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 2. χτυπώ δυνατά («ἵμασε χθόνα χειρί») 3. (για τον Δία) χτυπώ με κεραυνούς («ὅτε... γαῑαν ἱμάσσῃ», Ομ, Ιλ.) … Dictionary of Greek
ἵμασ' — ἵμασι , ἷμα neut dat pl ἵ̱μασα , ἱμάσσω flog aor ind act 1st sg ἵ̱μασε , ἱμάσσω flog aor ind act 3rd sg ἵμασαι , ἱμάσσω flog aor imperat mid 2nd sg ἵμασα , ἱμάσσω flog aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἵμασε , ἱμάσσω flog aor ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)